- καπνικάρης
- καπνικάρης, ὁ (Μ)(στο Βυζάντιο) αυτός που εισέπραττε τον φόρο τού καπνού.[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνικόν «φόρος τού καπνού» + -άρης (< -άριος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καπνικαρέα — Ναός της μεσοβυζαντινής περιόδου, αφιερωμένος στα Εισόδια της Θεοτόκου. Βρίσκεται επί της οδού Ερμού, στο κέντρο της Αθήνας. Είναι ναός εγγεγραμμένος σταυροειδής με τρούλο, με πρόσθετα κτίσματα το επίσης τρουλαίο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας στα … Dictionary of Greek